λιβανομάντης: Difference between revisions

From LSJ

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
(23)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. [[λιβανόμαντις]] και λιβανομάντισσα (Μ [[λιβανόμαντις]], ὁ, ἡ)<br />αυτός που ασκεί [[μαντεία]] από τη [[διεύθυνση]] ή το [[σχήμα]] του καπνού του καιγόμενου λιβανιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λίβανος]] <span style="color: red;">+</span> [[μάντις]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αριστό</i>-<i>μαντις</i>, <i>οιωνό</i>-<i>μαντις</i>)].
|mltxt=ο, θηλ. [[λιβανόμαντις]] και λιβανομάντισσα (Μ [[λιβανόμαντις]], ὁ, ἡ)<br />αυτός που ασκεί [[μαντεία]] από τη [[διεύθυνση]] ή το [[σχήμα]] του καπνού του καιγόμενου λιβανιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λίβανος]] <span style="color: red;">+</span> [[μάντις]] ([[πρβλ]]. <i>αριστό</i>-<i>μαντις</i>, <i>οιωνό</i>-<i>μαντις</i>)].
}}
}}

Revision as of 14:30, 23 August 2021

Greek Monolingual

ο, θηλ. λιβανόμαντις και λιβανομάντισσα (Μ λιβανόμαντις, ὁ, ἡ)
αυτός που ασκεί μαντεία από τη διεύθυνση ή το σχήμα του καπνού του καιγόμενου λιβανιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίβανος + μάντις (πρβλ. αριστό-μαντις, οιωνό-μαντις)].