ματίς: Difference between revisions
Ἥδιστόν ἐστιν εὐτυχοῦντα νοῦν ἔχειν → Dulcissimum prudentia inter prospera → Erfreulich ist, wenn man im Glück Vernunft besitzt
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
|||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ματίς]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[μέγας]], ἐπὶ τοῦ βασιλέως».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. αβέβαιης ετυμολ., πιθ. εσφαλμένη. Εκφράζονται αμφιβολίες αν πρόκειται για ελλ. [[λέξη]]<br />τήν συνδέουν με κελτ. τ. ( | |mltxt=[[ματίς]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[μέγας]], ἐπὶ τοῦ βασιλέως».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. αβέβαιης ετυμολ., πιθ. εσφαλμένη. Εκφράζονται αμφιβολίες αν πρόκειται για ελλ. [[λέξη]]<br />τήν συνδέουν με κελτ. τ. ([[πρβλ]]. αρχ. ιρλδ. <i>maith</i> «[[ωραίος]]», <span style="color: red;"><</span> <i>măti</i>-)]. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |
Latest revision as of 14:49, 23 August 2021
Greek (Liddell-Scott)
ματίς: «μέγας, ἐπὶ τοῦ βασιλέως» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ματίς (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «μέγας, ἐπὶ τοῦ βασιλέως».
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. αβέβαιης ετυμολ., πιθ. εσφαλμένη. Εκφράζονται αμφιβολίες αν πρόκειται για ελλ. λέξη
τήν συνδέουν με κελτ. τ. (πρβλ. αρχ. ιρλδ. maith «ωραίος», < măti-)].
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: μέγας. τινες ἐπὶ τοῦ βασιλέως H.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: By Fick 2, 199 doubting compared with Celtic words for good, e.g. OIr. maith (PCelt. *mati-); see WP. 2, 221. Whether the word is indeed Greek, remains doubtful.
Frisk Etymology German
ματίς: {matís}
Meaning: μέγας. τινὲς ἐπὶ τοῦ βασιλέως H.
Etymology : Von Fick 2, 199 zögernd mit keltischen Wörtern für gut, z.B. air. maith (urkelt. *măti-) verglichen; dazu WP. 2, 221. Ob das Wort überhaupt griechisch ist, bleibt ja fraglich.
Page 2,185