μονωδός: Difference between revisions
From LSJ
νύκτα οὖν ἡμέραν ποιούμενος → without delay, as soon as possible, as fast as possible, making the night day, making night into day, turning night into day
m (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[") |
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ό (ΑΜ [[μονῳδός]], -όν)<br />(<b>το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.</b>) <i>ο</i>, η [[μονωδός]]<br />αυτός που άδει [[μονωδία]], που τραγουδάει [[μόνος]], όχι «εν χορώ», [[χωρίς]] να συνοδεύεται από κανέναν, ο σολίστας<br /><b>μσν.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> [[ποιητής]] δράματος στο οποίο ομιλεί ένα μόνο [[πρόσωπο]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μονῳδῶς</i> (Μ)<br />σαν [[μονωδός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ῳδός</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ᾠδή</i>, | |mltxt=-ό (ΑΜ [[μονῳδός]], -όν)<br />(<b>το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.</b>) <i>ο</i>, η [[μονωδός]]<br />αυτός που άδει [[μονωδία]], που τραγουδάει [[μόνος]], όχι «εν χορώ», [[χωρίς]] να συνοδεύεται από κανέναν, ο σολίστας<br /><b>μσν.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> [[ποιητής]] δράματος στο οποίο ομιλεί ένα μόνο [[πρόσωπο]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μονῳδῶς</i> (Μ)<br />σαν [[μονωδός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ῳδός</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ᾠδή</i>, [[πρβλ]]. <i>κιθαρ</i>-[[ωδός]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:24, 23 August 2021
Greek Monolingual
-ό (ΑΜ μονῳδός, -όν)
(το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο, η μονωδός
αυτός που άδει μονωδία, που τραγουδάει μόνος, όχι «εν χορώ», χωρίς να συνοδεύεται από κανέναν, ο σολίστας
μσν.
το αρσ. ως ουσ. ποιητής δράματος στο οποίο ομιλεί ένα μόνο πρόσωπο.
επίρρ...
μονῳδῶς (Μ)
σαν μονωδός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -ῳδός (< ᾠδή, πρβλ. κιθαρ-ωδός].