μονοκλινής: Difference between revisions

From LSJ

Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human

Menander, Monostichoi, 120
m (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές<br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[μονοκλινής]]<br /><b>γεωλ.</b> απλή [[πτυχή]] σε στρώματα πετρωμάτων τα οποία [[είναι]] σχετικά οριζόντια<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «μονοκλινές [[σύστημα]]»<br /><b>(κρυσταλλ.)</b> μία από τις κύριες κατηγορίες δομών στις οποίες μπορεί να ταξινομηθεί ένα ορισμένο κρυσταλλικό στερεό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>monocline</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κλινής</i> <span style="color: red;"><</span> [[κλίνω]])].
|mltxt=-ές<br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[μονοκλινής]]<br /><b>γεωλ.</b> απλή [[πτυχή]] σε στρώματα πετρωμάτων τα οποία [[είναι]] σχετικά οριζόντια<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «μονοκλινές [[σύστημα]]»<br /><b>(κρυσταλλ.)</b> μία από τις κύριες κατηγορίες δομών στις οποίες μπορεί να ταξινομηθεί ένα ορισμένο κρυσταλλικό στερεό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., [[πρβλ]]. αγγλ. <i>monocline</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κλινής</i> <span style="color: red;"><</span> [[κλίνω]])].
}}
}}

Latest revision as of 15:25, 23 August 2021

Greek Monolingual

-ές
1. το θηλ. ως ουσ. η μονοκλινής
γεωλ. απλή πτυχή σε στρώματα πετρωμάτων τα οποία είναι σχετικά οριζόντια
2. φρ. «μονοκλινές σύστημα»
(κρυσταλλ.) μία από τις κύριες κατηγορίες δομών στις οποίες μπορεί να ταξινομηθεί ένα ορισμένο κρυσταλλικό στερεό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. monocline (< μον(ο)- + -κλινής < κλίνω)].