μολυβδόγεον: Difference between revisions

From LSJ

τοὺς φίλους ἐν ἀκινδύνῳ καθιστᾶσι → help friends out of danger

Source
(25)
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μολυβδόγεον]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> [[είδος]] ορυκτού, μολυβόχωμα<br /><b>2.</b> (κατ' άλλους) [[ψιμύθιο]], [[σκωρία]] του μολύβδου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μόλυβδος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>γεον</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>γῆ</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ανώ</i>-<i>γεον</i>].
|mltxt=[[μολυβδόγεον]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> [[είδος]] ορυκτού, μολυβόχωμα<br /><b>2.</b> (κατ' άλλους) [[ψιμύθιο]], [[σκωρία]] του μολύβδου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μόλυβδος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>γεον</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>γῆ</i>), [[πρβλ]]. <i>ανώ</i>-<i>γεον</i>].
}}
}}

Revision as of 15:25, 23 August 2021

Greek (Liddell-Scott)

μολυβδόγεον: τό, = ψιμίθιον, Γλωσσ. Χυμικ. Χειρόγραφ.

Greek Monolingual

μολυβδόγεον, τὸ (Α)
1. είδος ορυκτού, μολυβόχωμα
2. (κατ' άλλους) ψιμύθιο, σκωρία του μολύβδου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόλυβδος + -γεον (< γῆ), πρβλ. ανώ-γεον].