δειναὶ δ' ἅμ' ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → and after him come dread spirits of death that never miss their mark
μολυβδόγεον: τό, = ψιμίθιον, Γλωσσ. Χυμικ. Χειρόγραφ.
μολυβδόγεον, τὸ (Α)
1. είδος ορυκτού, μολυβόχωμα
2. (κατ' άλλους) ψιμύθιο, σκωρία του μολύβδου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόλυβδος + -γεον (< γῆ), πρβλ. ανώγεον].