ευρεσίκακος: Difference between revisions
From LSJ
Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὑρεσίκακος]], -ον (ΑΜ)<br />[[εφευρετικός]] στο [[κακό]], [[ικανός]] να επινοήσει [[κάτι]] [[κακό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευρεσι</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[ευρίσκω]], [[πρβλ]]. | |mltxt=[[εὑρεσίκακος]], -ον (ΑΜ)<br />[[εφευρετικός]] στο [[κακό]], [[ικανός]] να επινοήσει [[κάτι]] [[κακό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευρεσι</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[ευρίσκω]], [[πρβλ]]. [[ευρεσίλογος]], [[ευρεσιτέχνης]]) <span style="color: red;">+</span> [[κακός]], σύνθετο του τ. [[τερψίμβροτος]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 17:35, 23 August 2021
Greek Monolingual
εὑρεσίκακος, -ον (ΑΜ)
εφευρετικός στο κακό, ικανός να επινοήσει κάτι κακό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρεσι- (< ευρίσκω, πρβλ. ευρεσίλογος, ευρεσιτέχνης) + κακός, σύνθετο του τ. τερψίμβροτος.