εὑρεσίκακος

From LSJ

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὑρεσίκᾰκος Medium diacritics: εὑρεσίκακος Low diacritics: ευρεσίκακος Capitals: ΕΥΡΕΣΙΚΑΚΟΣ
Transliteration A: heuresíkakos Transliteration B: heuresikakos Transliteration C: evresikakos Beta Code: eu(resi/kakos

English (LSJ)

εὑρεσίκακον, inventive of evil, Sch.E.Med. 407.

German (Pape)

[Seite 1092] erfinderisch im Bösen, Schol. Eur. Med. 407.

Greek (Liddell-Scott)

εὑρεσίκᾰκος: -ον, ἐφευρίσκων κακόν, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Μήδ. 407.

Greek Monolingual

εὑρεσίκακος, -ον (ΑΜ)
εφευρετικός στο κακό, ικανός να επινοήσει κάτι κακό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρεσι- (< ευρίσκω, πρβλ. ευρεσίλογος, ευρεσιτέχνης) + κακός, σύνθετο του τ. τερψίμβροτος.