ηρακλεώτης: Difference between revisions
From LSJ
τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἡρακλεώτης και ἡρακλειώτης, ό, θηλ. ἡρακλεῶτις (Α)<br />ο [[κάτοικος]] της Ηράκλειας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>Ηράκλεια</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ωτης</i> ([[πρβλ]]. | |mltxt=ἡρακλεώτης και ἡρακλειώτης, ό, θηλ. ἡρακλεῶτις (Α)<br />ο [[κάτοικος]] της Ηράκλειας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>Ηράκλεια</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ωτης</i> ([[πρβλ]]. [[επαρχιώτης]], [[νησιώτης]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 17:50, 23 August 2021
Greek Monolingual
ἡρακλεώτης και ἡρακλειώτης, ό, θηλ. ἡρακλεῶτις (Α)
ο κάτοικος της Ηράκλειας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ηράκλεια + κατάλ. -ωτης (πρβλ. επαρχιώτης, νησιώτης)].