επαρχιώτης
From LSJ
Ψευδὴς διαβολὴ τὸν βίον λυμαίνεται → Vitam dissociat mentiens calumnia → Verlogene Verleumdung bringt dem Leben Schmach
Greek Monolingual
και επαρχεώτης, ο, θηλ. επαρχιώτις και επαρχιώτισσα (AM ἐπαρχιώτης και ἐπαρχεώτης, θηλ. ἐπαρχιῶτις) επαρχία
ο κάτοικος της επαρχίας ή ο καταγόμενος από επαρχία
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει λεπτούς τρόπους, ο αγροίκος.