ιδιοσύστατος: Difference between revisions
From LSJ
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἰδιοσύστατος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που υπάρχει αφ' [[εαυτού]], αυτός που δημιουργήθηκε [[μόνος]] του, που έχει δική του ιδιαίτερη [[σύσταση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που συστήνεται [[μόνος]] του. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἰδιοσυστάτως</i> (ΑΜ)<br />με δική του [[υπόσταση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιδιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>συστατος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[συνίστημι]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἰδιοσύστατος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που υπάρχει αφ' [[εαυτού]], αυτός που δημιουργήθηκε [[μόνος]] του, που έχει δική του ιδιαίτερη [[σύσταση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που συστήνεται [[μόνος]] του. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἰδιοσυστάτως</i> (ΑΜ)<br />με δική του [[υπόσταση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιδιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>συστατος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[συνίστημι]]), [[πρβλ]]. [[μονοσύστατος]], [[νεοσύστατος]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:00, 23 August 2021
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ἰδιοσύστατος, -ον)
1. αυτός που υπάρχει αφ' εαυτού, αυτός που δημιουργήθηκε μόνος του, που έχει δική του ιδιαίτερη σύσταση
νεοελλ.
αυτός που συστήνεται μόνος του.
επίρρ...
ἰδιοσυστάτως (ΑΜ)
με δική του υπόσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο- + -συστατος (< συνίστημι), πρβλ. μονοσύστατος, νεοσύστατος].