μονοσύστατος

From LSJ

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονοσύστᾰτος Medium diacritics: μονοσύστατος Low diacritics: μονοσύστατος Capitals: ΜΟΝΟΣΥΣΤΑΤΟΣ
Transliteration A: monosýstatos Transliteration B: monosystatos Transliteration C: monosystatos Beta Code: monosu/statos

English (LSJ)

μονοσύστατον, of an art, existing only while it is being practised, e.g. dancing, Sch.D.T.p.445 H.

Greek Monolingual

μονοσύστατος, -ον (Α)
(για τέχνη) αυτός που λαμβάνει υπόσταση μόνον όταν μπαίνει σε εφαρμογή, όταν ασκείται, όπως π.χ. ο χορός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + συστατός (< συνίσταμαι), πρβλ. πολυσύστατος].