ιλυοδόχη: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η<br />[[στόμιο]] υπονόμου ή οχετού το οποίο βρίσκεται στα [[άκρα]] τών πεζοδρομίων και χρησιμεύει για να συγκεντρώνει τα νερά τών βροχών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰλύς]], -<i>ύος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>δόχη</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δέχομαι]]), [[πρβλ]]. <i>αμμο</i>-<i>δόχη</i>, <i>καπνο</i>-<i>δόχη</i>].
|mltxt=η<br />[[στόμιο]] υπονόμου ή οχετού το οποίο βρίσκεται στα [[άκρα]] τών πεζοδρομίων και χρησιμεύει για να συγκεντρώνει τα νερά τών βροχών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰλύς]], -<i>ύος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>δόχη</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δέχομαι]]), [[πρβλ]]. [[αμμοδόχη]], [[καπνοδόχη]]].
}}
}}

Latest revision as of 18:00, 23 August 2021

Greek Monolingual

η
στόμιο υπονόμου ή οχετού το οποίο βρίσκεται στα άκρα τών πεζοδρομίων και χρησιμεύει για να συγκεντρώνει τα νερά τών βροχών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰλύς, -ύος + -δόχη (< δέχομαι), πρβλ. αμμοδόχη, καπνοδόχη].