ισοβαθής: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht

Menander, Monostichoi, 353
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[ἰσοβαθής]], -ές)<br />αυτός που έχει ίσο [[βάθος]] με άλλον<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «ἱσοβαθής [[γραμμή]] ή [[καμπύλη]]» — σε θαλασσογραφικούς χάρτες η [[καμπύλη]] [[γραμμή]] που ενώνει τα [[σημεία]] στα οποία το [[βάθος]] [[είναι]] το ίδιο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βαθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βάθος]]), [[πρβλ]]. <i>εγγυ</i>-<i>βαθής</i>, <i>πολυ</i>-<i>βαθής</i>].
|mltxt=-ές (Α [[ἰσοβαθής]], -ές)<br />αυτός που έχει ίσο [[βάθος]] με άλλον<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «ἱσοβαθής [[γραμμή]] ή [[καμπύλη]]» — σε θαλασσογραφικούς χάρτες η [[καμπύλη]] [[γραμμή]] που ενώνει τα [[σημεία]] στα οποία το [[βάθος]] [[είναι]] το ίδιο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βαθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βάθος]]), [[πρβλ]]. [[εγγυβαθής]], [[πολυβαθής]]].
}}
}}

Latest revision as of 18:00, 23 August 2021

Greek Monolingual

-ές (Α ἰσοβαθής, -ές)
αυτός που έχει ίσο βάθος με άλλον
νεοελλ.
φρ. «ἱσοβαθής γραμμή ή καμπύλη» — σε θαλασσογραφικούς χάρτες η καμπύλη γραμμή που ενώνει τα σημεία στα οποία το βάθος είναι το ίδιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -βαθής (< βάθος), πρβλ. εγγυβαθής, πολυβαθής].