πολυβαθής
From LSJ
μηδέν' ὀλβίζειν, πρὶν ἂν τέρμα τοῦ βίου περάσῃ μηδὲν ἀλγεινὸν παθών → Count no man blessed 'til he's passed the endpoint of his life without grievous suffering. (Sophocles, King Oedipus 1529f.)
English (LSJ)
πολυβαθές, very deep, ib.1.633, 5.61.
German (Pape)
[Seite 660] ές, sehr tief, Schol. Opp. 1, 633.
Greek (Liddell-Scott)
πολυβᾰθής: -ές, λίαν βαθύς, Σχόλ. εἰς Ὀππ. Ἁλ. 1. 633., 5. 60.
Greek Monolingual
-ές, ΜΑ
αυτός που έχει μεγάλο βάθος («ἄβυσσον γὰρ τὸ πολυβαθές», χρησμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -βαθής (< βάθος), πρβλ. ισοβαθής].