καρκινόσαρξ: Difference between revisions

From LSJ

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καρκινόσαρξ]], ὁ (Μ)<br />αυτός που έχει [[σάρκα]], [[σώμα]] καρκίνου, κάβουρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καρκίνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>σαρξ</i> <span style="color: red;"><</span> [[σάρξ]] ([[πρβλ]]. <i>ανά</i>-<i>σαρξ</i>, <i>λιπό</i>-<i>σαρξ</i>)].
|mltxt=[[καρκινόσαρξ]], ὁ (Μ)<br />αυτός που έχει [[σάρκα]], [[σώμα]] καρκίνου, κάβουρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καρκίνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>σαρξ</i> <span style="color: red;"><</span> [[σάρξ]] ([[πρβλ]]. [[ανάσαρξ]], [[λιπόσαρξ]])].
}}
}}

Latest revision as of 18:20, 23 August 2021

Greek (Liddell-Scott)

καρκινόσαρξ: -ακος, ὁ, ὁ ἔχων σάρκα καρκίνου, Θ. Στουδ. σ. 777, ἔκδ. Μί.

Greek Monolingual

καρκινόσαρξ, ὁ (Μ)
αυτός που έχει σάρκα, σώμα καρκίνου, κάβουρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρκίνος + -σαρξ < σάρξ (πρβλ. ανάσαρξ, λιπόσαρξ)].