τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
καρκινόσαρξ: -ακος, ὁ, ὁ ἔχων σάρκα καρκίνου, Θ. Στουδ. σ. 777, ἔκδ. Μί.
καρκινόσαρξ, ὁ (Μ)
αυτός που έχει σάρκα, σώμα καρκίνου, κάβουρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρκίνος + -σαρξ < σάρξ (πρβλ. ανάσαρξ, λιπόσαρξ)].