κλεψίλογος: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο (Α [[κλεψίλογος]], -ον)<br />αυτός που χρησιμοποιεί, που ιδιοποιείται λέξεις ή φράσεις άλλων, [[λογοκλόπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κλέψι</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[κλέπτω]]) <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]] (<span style="color: red;"><</span> [[λόγος]]), [[πρβλ]]. <i>ευρησί</i>-<i>λογος</i>, <i>λυπησί</i>-<i>λογος</i>. Σύνθ. του τύπου <i>τερψί</i>-<i>μβροτος</i>].
|mltxt=-ο (Α [[κλεψίλογος]], -ον)<br />αυτός που χρησιμοποιεί, που ιδιοποιείται λέξεις ή φράσεις άλλων, [[λογοκλόπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κλέψι</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[κλέπτω]]) <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]] (<span style="color: red;"><</span> [[λόγος]]), [[πρβλ]]. [[ευρησίλογος]], [[λυπησίλογος]]. Σύνθ. του τύπου <i>τερψί</i>-<i>μβροτος</i>].
}}
}}

Latest revision as of 18:30, 23 August 2021

Greek Monolingual

-ο (Α κλεψίλογος, -ον)
αυτός που χρησιμοποιεί, που ιδιοποιείται λέξεις ή φράσεις άλλων, λογοκλόπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλέψι- (< κλέπτω) + -λόγος (< λόγος), πρβλ. ευρησίλογος, λυπησίλογος. Σύνθ. του τύπου τερψί-μβροτος].