κοραλλιόσχημος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' ἐσθ' ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → but death is the ultimate healer of ills

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο<br />αυτός που έχει [[σχήμα]] κοραλλιού, κοραλλιοειδής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοράλλιον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>σχημος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σχήμα]]), [[πρβλ]]. <i>παπυρό</i>-<i>σχημος</i>, <i>πεταλό</i>-<i>σχημος</i>].
|mltxt=-η, -ο<br />αυτός που έχει [[σχήμα]] κοραλλιού, κοραλλιοειδής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοράλλιον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>σχημος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σχήμα]]), [[πρβλ]]. [[παπυρόσχημος]], [[πεταλόσχημος]]].
}}
}}

Latest revision as of 18:38, 23 August 2021

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που έχει σχήμα κοραλλιού, κοραλλιοειδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοράλλιον + -σχημος (< σχήμα), πρβλ. παπυρόσχημος, πεταλόσχημος].