λήτειρα: Difference between revisions
From LSJ
Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λῄτειρα]], ἡ (Α)<br />[[δημόσια]] [[ιέρεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Θηλυκός τ. του <i>λητῆρες</i> ([[πρβλ]]. | |mltxt=[[λῄτειρα]], ἡ (Α)<br />[[δημόσια]] [[ιέρεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Θηλυκός τ. του <i>λητῆρες</i> ([[πρβλ]]. [[γενέτειρα]], [[καθηγήτειρα]]) με υπογεγραμμένη πιθ. λόγω επίδρασης από τους τ. <i>λήϊτος</i>, <i>ληΐτη</i> «[[ιέρεια]]» ([[πρβλ]]. [[λήτωρ]])]. | ||
}} | }} |