λήτωρ

From LSJ

γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα → my parents and my fatherland have my bones

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λήτωρ Medium diacritics: λήτωρ Low diacritics: λήτωρ Capitals: ΛΗΤΩΡ
Transliteration A: lḗtōr Transliteration B: lētōr Transliteration C: litor Beta Code: lh/twr

English (LSJ)

-ορος, ὁ, priest, prob. in IG5(2).405 (Lusi); cf. λείτωρ, λειτορεύω, λῃτῆρες.

Greek Monolingual

λήτωρ, -ορος, ὁ (Α)
ιερέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Ο τ. θυμίζει τους τύπους με την ίδια σημασία λήϊτος, ληΐτη «ιέρεια» και λειτουργός (πρβλ. λαός), αλλά υπάρχουν μορφολογικές δυσχέρειες που εμποδίζουν την ανεπιφύλακτη σύνδεση με τους τ. αυτούς (το θ. του λήτωρ δεν παρουσιάζει και ι άτονο). Κατ' άλλη άποψη, ο τ. συνδέεται με τη λ. λάτρον.