μοσχαρήσιος: Difference between revisions
From LSJ
Οὔκ ἔστιν οὕτω μῶρος ὃς θανεῖν ἐρᾷ → No one is so foolish that they wish to die
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[μοσκαρήσιος]], -α, -ο<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[μοσχάρι]] ή που προέρχεται από το [[μοσχάρι]] («μοσχαρήσια [[μπριζόλα]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μοσχάρι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ήσιος</i> ([[πρβλ]]. | |mltxt=και [[μοσκαρήσιος]], -α, -ο<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[μοσχάρι]] ή που προέρχεται από το [[μοσχάρι]] («μοσχαρήσια [[μπριζόλα]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μοσχάρι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ήσιος</i> ([[πρβλ]]. [[αρνήσιος]], [[γελαδήσιος]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 19:05, 23 August 2021
Greek Monolingual
και μοσκαρήσιος, -α, -ο
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μοσχάρι ή που προέρχεται από το μοσχάρι («μοσχαρήσια μπριζόλα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοσχάρι + κατάλ. -ήσιος (πρβλ. αρνήσιος, γελαδήσιος)].