κνωδακοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν τᾷ μεγάλᾳ Δωρίδι νάσῳ Πέλοπος → in the great Doric island of Pelops

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο<br /><b>1.</b> αυτός που φέρει [[κνώδακες]], έκκεντρα<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[κνωδακοφόρος]] [[άξονας]]» — στρεφόμενη [[άτρακτος]] μηχανών εσωτερικής καύσης εφοδιασμένη με δίσκους ακανόνιστου σχήματος που κινούν βαλβίδες εισαγωγής και εξαγωγής τών κυλίνδρων, αλλ. εκκεντροφόρος [[άξονας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κνώδαξ]], -<i>ακος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φόρος]] <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), [[πρβλ]]. <i>εκκεντρο</i>-[[φόρος]], <i>εμβολο</i>-[[φόρος]].
|mltxt=-ο<br /><b>1.</b> αυτός που φέρει [[κνώδακες]], έκκεντρα<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[κνωδακοφόρος]] [[άξονας]]» — στρεφόμενη [[άτρακτος]] μηχανών εσωτερικής καύσης εφοδιασμένη με δίσκους ακανόνιστου σχήματος που κινούν βαλβίδες εισαγωγής και εξαγωγής τών κυλίνδρων, αλλ. εκκεντροφόρος [[άξονας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κνώδαξ]], -<i>ακος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φόρος]] <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), [[πρβλ]]. [[εκκεντροφόρος]], [[εμβολοφόρος]].
}}
}}

Latest revision as of 07:50, 24 August 2021

Greek Monolingual

-ο
1. αυτός που φέρει κνώδακες, έκκεντρα
2. φρ. «κνωδακοφόρος άξονας» — στρεφόμενη άτρακτος μηχανών εσωτερικής καύσης εφοδιασμένη με δίσκους ακανόνιστου σχήματος που κινούν βαλβίδες εισαγωγής και εξαγωγής τών κυλίνδρων, αλλ. εκκεντροφόρος άξονας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κνώδαξ, -ακος + -φόρος (< φόρος < φέρω), πρβλ. εκκεντροφόρος, εμβολοφόρος.