μολυβδοχύτης: Difference between revisions
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Μ [[μολυβδοχύτης]])<br />αυτός που χύνει μόλυβδο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μολύβδι]] <span style="color: red;">+</span> -[[χύτης]] (<span style="color: red;"><</span> <i>χέω</i>), [[πρβλ]]. | |mltxt=ο (Μ [[μολυβδοχύτης]])<br />αυτός που χύνει μόλυβδο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μολύβδι]] <span style="color: red;">+</span> -[[χύτης]] (<span style="color: red;"><</span> <i>χέω</i>), [[πρβλ]]. [[ελαιοχύτης]], [[θερμοχύτης]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:54, 24 August 2021
Greek Monolingual
ο (Μ μολυβδοχύτης)
αυτός που χύνει μόλυβδο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μολύβδι + -χύτης (< χέω), πρβλ. ελαιοχύτης, θερμοχύτης.