ευπόρφυρος: Difference between revisions

From LSJ

Ἡδὺν δὲ βίον μύστῃσι πρόφαινε → Show forth to the initiates a sweet life

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "$3$5.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐπόρφυρος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει λαμπρό πορφυρό [[χρώμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>πορφυρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πορφύρα]]), [[πρβλ]]. <i>αλι</i>-[[πόρφυρος]].
|mltxt=[[εὐπόρφυρος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει λαμπρό πορφυρό [[χρώμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>πορφυρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πορφύρα]]), [[αλιπόρφυρος]].
}}
}}

Revision as of 09:35, 25 August 2021

Greek Monolingual

εὐπόρφυρος, -ον (Α)
αυτός που έχει λαμπρό πορφυρό χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -πορφυρος (< πορφύρα), αλιπόρφυρος.