νυχτοπλάνος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστιν ὧδε ἀλλὰ ἠγέρθη → He is not here, but is risen

Source
(27)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο<br />αυτός που περιφέρεται άσκοπα στους δρόμους τη [[νύχτα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νύχτα]] <span style="color: red;">+</span> -[[πλάνος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>πλανῶμαι</i>), <b>πρβλ.</b> <i>ερωτο</i>-[[πλάνος]].
|mltxt=ο<br />αυτός που περιφέρεται άσκοπα στους δρόμους τη [[νύχτα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νύχτα]] <span style="color: red;">+</span> -[[πλάνος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>πλανῶμαι</i>), [[πρβλ]]. [[ερωτοπλάνος]].
}}
}}

Latest revision as of 13:15, 25 August 2021

Greek Monolingual

ο
αυτός που περιφέρεται άσκοπα στους δρόμους τη νύχτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύχτα + -πλάνος (< πλανῶμαι), πρβλ. ερωτοπλάνος.