ἀκρέμων: Difference between revisions

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκρέμων''': -ονος, ὁ, ἢ [[κάλλιον]] ἀκρεμών, όνος, Ἀρκάδ. 14. 2, Σουΐδ: ([[ἄκρος]]): - Κυρίως [[κλάδος]] ἢ κλὼν τελευτῶν εἰς μικροτέρους κλαδίσκους καὶ κλωνάρια, Ἀριστ. Φυτ. 2. 10. 3, Θεοφρ. Ἱ. Φ. 1. 1, 9· ἀλλὰ καὶ [[ἁπλῶς]], [[κλάδος]], [[κλαδίσκος]], κλωναράκι, [[βλάστημα]], Σιμων. (;) 183, Εὐρ. Κύκλ. 455, Θεόκρ. 16. 96.
|lstext='''ἀκρέμων''': -ονος, ὁ, ἢ [[κάλλιον]] [[ἀκρεμών]], όνος, Ἀρκάδ. 14. 2, Σουΐδ: ([[ἄκρος]]): - Κυρίως [[κλάδος]] ἢ κλὼν τελευτῶν εἰς μικροτέρους κλαδίσκους καὶ κλωνάρια, Ἀριστ. Φυτ. 2. 10. 3, Θεοφρ. Ἱ. Φ. 1. 1, 9· ἀλλὰ καὶ [[ἁπλῶς]], [[κλάδος]], [[κλαδίσκος]], κλωναράκι, [[βλάστημα]], Σιμων. (;) 183, Εὐρ. Κύκλ. 455, Θεόκρ. 16. 96.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Latest revision as of 14:29, 13 December 2021

Greek (Liddell-Scott)

ἀκρέμων: -ονος, ὁ, ἢ κάλλιον ἀκρεμών, όνος, Ἀρκάδ. 14. 2, Σουΐδ: (ἄκρος): - Κυρίως κλάδος ἢ κλὼν τελευτῶν εἰς μικροτέρους κλαδίσκους καὶ κλωνάρια, Ἀριστ. Φυτ. 2. 10. 3, Θεοφρ. Ἱ. Φ. 1. 1, 9· ἀλλὰ καὶ ἁπλῶς, κλάδος, κλαδίσκος, κλωναράκι, βλάστημα, Σιμων. (;) 183, Εὐρ. Κύκλ. 455, Θεόκρ. 16. 96.

Spanish (DGE)

ἀκρεμών, -όνος, ὁ
• Grafía: acent. ἀκρέμων Phys.A 57.2, Opp.C.3.181, tb. frec. cód. pero cf. Hdn.Gr.1.33, tard. graf. ἀκραίμων
1 ramo, retoño, vástago φέροιτο ... βότρυν ... ἀπ' ἀκρεμόνων Simon.125.8D., ἐλαίας E.Cyc.455, cf. Thphr.HP 1.1.9, Theoc.16.96, Ep.1.6, Euph.38A.11, A.R.2.1101, ἀκρεμόνας δὲ χεῖρας ἑὰς ποίησε (Βάκχος) Nonn.D.36.309
fig. ὁ ἐχῖνος, τὸ πονηρὸν πνεῦμα, ... μὴ ἔχων ... ἀκρέμονα ἐν σοί Phys.l.c., ref. a los téntaculos nuevos que le crecen al pulpo, Opp.l.c.
2 fig. persona destacada Epiph.Const.Haer.68.1.8.

Greek Monotonic

ἀκρέμων: -ονος ή ἀκρεμών, -όνος, ὁ (ἄκρος), κλαδί, κλωνάρι, βλαστός, σε Ευρ., Θεόκρ.

Middle Liddell

ἄκρος
a branch, twig, spray, Eur., Theocr.