3,273,762
edits
m (Text replacement - " f.l." to " f.l.") |
m (Text replacement - "Ἡρακλ" to "Ἡρακλ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπιστρέφω''': μέλλ. -ψω, [[στρέφω]], γυρίζω, ἀλλ’ ὑποχωρεῖν [[νῶτον]] ἐπιστρέψας Χρησ. παρ’ Ἡροδ. 7 141· [[στρέφω]] [[πρός]] τι [[μέρος]], δεῦρ’ ἐπίστρεψον [[κάρα]] καὶ τλῆθι τοὺς σοὺς προσβλέπειν [[ἐναντίον]] ἐχθροὺς Εὐρ. | |lstext='''ἐπιστρέφω''': μέλλ. -ψω, [[στρέφω]], γυρίζω, ἀλλ’ ὑποχωρεῖν [[νῶτον]] ἐπιστρέψας Χρησ. παρ’ Ἡροδ. 7 141· [[στρέφω]] [[πρός]] τι [[μέρος]], δεῦρ’ ἐπίστρεψον [[κάρα]] καὶ τλῆθι τοὺς σοὺς προσβλέπειν [[ἐναντίον]] ἐχθροὺς Εὐρ. Ἡρακλ. 942, πρβλ. Ξεν. Κυν. 10, 12· [[ἄφνω]] ἐπιστρέψαντες τὰς [[ναῦς]], στρέψαντες αἰφνιδίως τὰς [[ναῦς]] (ἴδε [[ἐπιστροφή]]), Θουκ. 2. 90· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], [[τρέπω]] τὸν ἐχθρὸν εἰς φυγήν, Ξεν. Ἑλλ. 6. 4, 9· [[στρέφω]], ἐπιστρέψαντος δὲ [[ταχέως]] ἐκείνου τοὺς περὶ αὑτὸν ἱππεῖς Πλουτ. Σύλλ. 19. β) ἀμετάβ., στρέφομαι [[πρός]], ἕλκε δ’ ἐπιστρέψας μετ’ ἐϋκνήμιδας Ἀχαιοὺς Ἰλ. Γ. 370, ― [[οὐδαμοῦ]] [[ἄλλοθι]] παρ’ Ὁμ. ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας, καὶ [[ἐνταῦθα]] δέ τινες ἐκλαμβάνουσιν αὐτὸ μεταβατ., [[περιστρέφω]], ἀλλ’ ἴδε Ἡρόδ. 2. 103, Σοφ. Τρ. 566, Θουκ. 1. 61· ἀλλ’ [[ἅπας]] ἐπίστρεφε [[δεῦρο]] Ἀριστοφ. Σφ. 422· ἐπὶ ναυτῶν, Πολύβ. 1. 47, 8., 50. 5· ἐπὶ ἀγρίου κάπρου, στρέφομαι καὶ ἐφορμῶ [[ἐναντίον]] τοῦ κυνηγοῦ, ἐπί τινα Ξεν. Κυν. 10, 15: ― [[ὑποστρέφω]], [[ἐπανέρχομαι]], [[ἐπιστρέφω]] εἰς τὸν οἶκόν μου Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιβ΄, 44, κτλ.: ἐπὶ νόσου, [[ἐπανέρχομαι]], Ἱππ. 135Ε. 2) [[στρέφω]] [[πρός]], τὸ [[νόημα]] Θέογν. 1083· [[ἦθος]] κατά τινα ὁ αὐτ. 213· ἐπιστρέψας τὸν Δία, ἀναγκάσας τὸν Δία νὰ στραφῇ πρὸς αὐτόν, ἑλκύσας τὴν προσοχὴν [[αὐτοῦ]], Λουκ. Τίμ. 11· [[πρός]] τι, εἴς τινα Πλούτ. 2. 21C, 69Ε: [[ἐπισκήπτω]], [[ἐπάγω]], ὡς πρὸς τί πίστιν τήνδ’ [[ἄγαν]] ἐπιστρέφεις; Σοφ. Τρ. 1182: ― ἐπ. τὴν φάλαγγα, προσάγειν αὐτὴν εἰς μάχην, Πλουτ. Ἀντών. 42: ― [[ἐντεῦθεν]], β) ἀμεταβ., στρέφομαι [[πρός]] τινα, Ξεν. Ἱππ. 8. 12, κτλ.· ἐπ. πρὸς ἢ ἐφ’ ἑαυτόν, ἐξετάζειν καθ’ ἑαυτόν, σκέπτεσθαι, Πλωτῖν. 5. 3, 1, Πρόκλ. Στοιχείωσ. 15. 3) [[κάμνω]] τινὰ νὰ ἐπανέλθῃ εἰς τὴν εὐθεῖαν ὁδόν, Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 5, πρβλ. Πλουτ. Ἀλκ. 16. β) ἀμετάβ., μετανοῶ, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιγ΄, 15, Λουκ. 22. 32, κτλ. 4) [[συστρέφω]], «στρήφω», Λατ. torquere, [[ὀδύνη]] σε πρὸς τὰ σπλάγχν’ ἐπιστρέφειν δοκεῖ Ἀριστοφ. Πλ. 1131· ἐπ. [[ἐπισκύνιον]] Ἀνθ. Π. 11. 376: ― καὶ ἐν τῷ Παθ., διαστρέφομαι, [[τράχηλος]] ἐπιστρέφεται Ἱππ. Ἀφ. 1250· ἐπὶ [[κόμης]], οἷς ἐπέστραπται τὸ [[τρίχιον]], ὧν αἱ τρίχες [[εἶναι]] ἐστραμμέναι, Ἀριστ. Προβλ. 33.18. ΙΙ. Μέσ. καὶ Παθ., ἰδίως κατ’ ἀόρ. β΄ παθ. ἐπεστράφην ᾰ. [[ὡσαύτως]] ἐπεστρέφθην, Ὀππ. Κ. 4. 178: ― στρέφομαι, γυρίζω [[ὀπίσω]] καὶ [[βλέπω]], ἤϊε ἐπιστρεφόμενος, στρεφόμενος [[ὀπίσω]] καὶ βλέπων, Ἡρόδ. 3. 156· [[οὕτως]] ἐπὶ λέοντος, [[βάδην]] ὑποχωρεῖ καὶ [[σκέλος]], κατὰ βραχὺ ἐπιστρεφόμενος Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 44, 3· καὶ μετ’ αἰτ., πολλὰ [[θάλαμον]] ἐξιοῦσ’ ἐπεστράφη κἄρριψεν αὐτὴν [[αὖθις]] ἐς κοίτην [[πάλιν]], ἐξερχομένη τοῦ θαλάμου [[πολλάκις]] ἐστράφη [[ὀπίσω]] καὶ ἔρριψεν ἑαυτὴν [[πάλιν]] ἐπὶ κοίτης, Εὐρ. Ἀλκ. 187· δόξᾳ τῇδ’ ἐπεστράφη, οὕτω μετεστράφη, μετεβλήθη, Σοφ. Ἀντ. 1111. 2) περιφέρομαι, Ὕμν. Ὁμ. 27.10· κατ’ [[ἄλσος]] Αἰσχύλ. Ἱκετ. 508· καὶ μετ’ αἰτ., γαῖαν ἐπιστρέφεται, πλανᾶται ἐπὶ τῆς γῆς, μετὰ τῆς συνυπαρχούσης ἐννοίας τοῦ παρατηρῶ, [[σπουδάζω]] τι, Ἡσ. θ. 753, Θέογν. 648· [[οὕτως]], ἐπ. ὀρέων κορυφὰς Ἀνακρ. 2: ― ἀλλὰ μετ’ αἰτ. τόπου, [[ἔρχομαι]] εἴς τινα τόπον, [[πόθεν]] γῆς τῆσδ’ ἐπεστράφης [[πέδον]]; Εὐρ. Ἑλ. 83, πρβλ. 89, 768, Ἴων. 352· ([[ὡσαύτως]], εἰς χώραν Ξεν. Οἰκ. 4. 13): ― μετὰ συστοίχ. αἰτ., διεξόδους ἐπιστρέφεσθαι, περιέρχεσθαι…, Πλάτ. Φαῖδρ. 247Α, πρβλ. Πολ. 616C: ― ἐπὶ τοῦ ἡλίου, περιστρέφομαι, Διον. Περ. 584· πρβλ. [[ἐπιστρωφάω]]. 3) [[στρέφω]] τὸν νοῦν [[πρός]] τι, [[προσέχω]] εἴς τι, [[ἐξετάζω]], Λατ. observare (πρβλ. ἐπιστροφὴ ΙΙ. 3), τινος Ἀνακρ. 97, Σοφ. Φ. 599, Ἀνθ. Π. 5. 48: ― ἀπολ., [[ἔρχομαι]] εἰς ἐμαυτόν, [[προσέχω]], ἐπιστραφεὶς Ἡρόδ. 1. 88· οὐκ ἦλθες,... οὐκ ἐπεστράφης Εὐρ. Ρῆσ. 400· οὐκ ἐπεστράφη = οὐκ ἐφρόντισε (ὀλίγον ἀνωτέρω) Δημ. 665. 5. πρβλ. 133, 24, Ἀνθ. Π. 11. 319. 4) μετ’ αἰτ., Θέογν. 440· θεοῦ νιν κέλευσμ’ ἐπεστράφη, ἐπεσκέψατο αὐτήν, Εὐρ. Ἀνδρ. 1030. 5) μετοχ. παθ. πρκμ. ἐπεστραμμένος, = [[ἐπιστρεφής]], [[ἔνθερμος]], [[σφοδρός]], λόγοι ἐπ. Ἡρόδ. 7. 160, πρβλ. 8, 62: πρβλ. [[ἐπιστρεφής]]. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |