ναῦλλον: Difference between revisions
From LSJ
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
m (Text replacement - "ναῡλ" to "ναῦλ") |
mNo edit summary |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ναῦλλον, τὸ, καὶ ναῦλλος, ὁ (Α)<br />[[ναύλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. του [[ναῦλον]] / [[ναῦλος]] με διπλασιασμό του -<i>λ</i>- για μετρικούς λόγους (<b>πρβλ.</b> <i>θάλλασσα</i>, <i>ισχυρροί</i>)]. | |mltxt=[[ναῦλλον]], τὸ, καὶ [[ναῦλλος]], ὁ (Α)<br />[[ναύλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. του [[ναῦλον]] / [[ναῦλος]] με διπλασιασμό του -<i>λ</i>- για μετρικούς λόγους (<b>πρβλ.</b> <i>θάλλασσα</i>, <i>ισχυρροί</i>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:11, 4 May 2022
English (LSJ)
τό, A = ναῦλον 1a, IG11 (2).165.55, al. (Delos, iii B. C.), Sch. Ar.Ra.272:—also ναῦλλος, ὁ, Sch.Ar.l.c.; acc. ναῦλλον (gender indeterminate) IG22.1128.13.
Greek Monolingual
ναῦλλον, τὸ, καὶ ναῦλλος, ὁ (Α)
ναύλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του ναῦλον / ναῦλος με διπλασιασμό του -λ- για μετρικούς λόγους (πρβλ. θάλλασσα, ισχυρροί)].