μπράτσο: Difference between revisions
From LSJ
Δίκαιον εὖ πράττοντα μεμνῆσθαι θεοῦ → Die tuenda memoria in rebus bonis → Wenn es dir gut geht, denk an Gott, dies ist gerecht
(26) |
m (Text replacement - "ο, τιδήποτε" to "οτιδήποτε") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το<br />(Μ [μ]πράτσο[ν])<br /><b>1.</b> ο [[βραχίονας]] του χεριού<br /><b>2.</b> <b>ναυτ.</b> [[σχοινί]] χειρισμού τών κεραιών του καραβιού, ο [[κερουλκός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[μήκος]] του βραχίονα ως [[μέτρο]] μήκους<br /><b>2.</b> | |mltxt=το<br />(Μ [μ]πράτσο[ν])<br /><b>1.</b> ο [[βραχίονας]] του χεριού<br /><b>2.</b> <b>ναυτ.</b> [[σχοινί]] χειρισμού τών κεραιών του καραβιού, ο [[κερουλκός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[μήκος]] του βραχίονα ως [[μέτρο]] μήκους<br /><b>2.</b> οτιδήποτε έχει [[σχήμα]] μπράτσου («το [[μπράτσο]] της πολυθρόνας»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., <b>πρβλ.</b> βεν. <i>brazzo</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>bracchium</i> <span style="color: red;"><</span> [[βραχίων]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:17, 5 June 2022
Greek Monolingual
το
(Μ [μ]πράτσο[ν])
1. ο βραχίονας του χεριού
2. ναυτ. σχοινί χειρισμού τών κεραιών του καραβιού, ο κερουλκός
νεοελλ.
1. το μήκος του βραχίονα ως μέτρο μήκους
2. οτιδήποτε έχει σχήμα μπράτσου («το μπράτσο της πολυθρόνας»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. βεν. brazzo < λατ. bracchium < βραχίων.