βούτις: Difference between revisions

From LSJ

ἐγὼ δ' ἀνάγκῃ προύμαθον στέργειν κακά → I have been slowly schooled by necessity to endure misery

Source
(7)
 
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=βοῡτις και βοῡττις, η (Α)<br />[[κάδος]], [[συνήθως]] [[ξύλινος]], με [[σχήμα]] κόλουρου κώνου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. [[βούτη]]).
|mltxt=βοῦτις και βοῦττις, η (Α)<br />[[κάδος]], [[συνήθως]] [[ξύλινος]], με [[σχήμα]] κόλουρου κώνου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. [[βούτη]]).
}}
}}

Revision as of 19:50, 13 June 2022

Greek Monolingual

βοῦτις και βοῦττις, η (Α)
κάδος, συνήθως ξύλινος, με σχήμα κόλουρου κώνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. βούτη).