βούτις

From LSJ

τότ' ἦν ἐγώ σοι πάνθ', ὅτε φαύλως ἔπραττες → At the time you were doing badly, I used to be everything for you (Menander, Woman of Samos 380)

Source

Greek Monolingual

βοῦτις και βοῦττις, η (Α)
κάδος, συνήθως ξύλινος, με σχήμα κόλουρου κώνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. βούτη].