βούρλο: Difference between revisions
From LSJ
(7) |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και βρούλο, το (AM | |mltxt=και βρούλο, το (AM βροῦλλον και βροῦλον και [[βρύλλον]] και βρύλον)<br />υδροχαρές [[φυτό]] της τάξης των βουρλωδών από τα φύλλα του οποίου κατασκευάζονται ψάθες, καλάθια, σκοινιά<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κλώνος]] του βούρλου<br /><b>2.</b> [[ορμαθός]], [[βουρλιά]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «του κόπηκε το [[βούρλο]]» — πέθανε.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> [[βούρλο]], <i>βρούλο</i> <span style="color: red;"><</span> (αρχ. -μσν.) <i>βρού</i> (<i>λ</i>) <i>λον</i>, <i>βρύ</i> (<i>λ</i>) <i>λον</i>, τύποι άγνωστης ετυμολ.]. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:50, 13 June 2022
Greek Monolingual
και βρούλο, το (AM βροῦλλον και βροῦλον και βρύλλον και βρύλον)
υδροχαρές φυτό της τάξης των βουρλωδών από τα φύλλα του οποίου κατασκευάζονται ψάθες, καλάθια, σκοινιά
νεοελλ.
1. κλώνος του βούρλου
2. ορμαθός, βουρλιά
3. φρ. «του κόπηκε το βούρλο» — πέθανε.
[ΕΤΥΜΟΛ. βούρλο, βρούλο < (αρχ. -μσν.) βρού (λ) λον, βρύ (λ) λον, τύποι άγνωστης ετυμολ.].