αριπρεπής: Difference between revisions

From LSJ

κρείσσων γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός → thou wert better not alive, than living blind | you were better not alive, than living blind

Source
(6)
 
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (AM [[ἀριπρεπής]] [-οῡς], -ές)<br /><b>1.</b> [[διαπρεπής]], διακεκριμένος<br /><b>2.</b> (για πράγματα) πολύ [[φωτεινός]], [[λαμπρός]]<br /><b>3.</b> [[εμφανής]], [[περίβλεπτος]] («Νήριτον ἀριπρεπές», Όμ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πρεπής</i> <span style="color: red;"><</span> [[πρέπω]] «[[ξεχωρίζω]], [[λάμπω]]»].
|mltxt=-ές (AM [[ἀριπρεπής]] [-οῦς], -ές)<br /><b>1.</b> [[διαπρεπής]], διακεκριμένος<br /><b>2.</b> (για πράγματα) πολύ [[φωτεινός]], [[λαμπρός]]<br /><b>3.</b> [[εμφανής]], [[περίβλεπτος]] («Νήριτον ἀριπρεπές», Όμ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πρεπής</i> <span style="color: red;"><</span> [[πρέπω]] «[[ξεχωρίζω]], [[λάμπω]]»].
}}
}}

Latest revision as of 19:50, 13 June 2022

Greek Monolingual

-ές (AM ἀριπρεπής [-οῦς], -ές)
1. διαπρεπής, διακεκριμένος
2. (για πράγματα) πολύ φωτεινός, λαμπρός
3. εμφανής, περίβλεπτος («Νήριτον ἀριπρεπές», Όμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρι- + -πρεπής < πρέπω «ξεχωρίζω, λάμπω»].