εξοπλισμός: Difference between revisions
From LSJ
Ἀδώνι' ἄγομεν καὶ τὸν Ἄδωνιν κλᾴομεν → We conduct the rites of Adonis, we weep for Adonis (Pherecrates, fr. 170)
(12) |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (AM [[ἐξοπλισμός]]) [[εξοπλίζω]]<br /><b>1.</b> ο [[εφοδιασμός]] με όλα τα αναγκαία όπλα<br /><b>2.</b> ο [[εφοδιασμός]] με τα απαραίτητα εξαρτήματα, σκεύη, εργαλεία, όργανα κ.λπ.<br /><b>3.</b> τα απαραίτητα εξαρτήματα, σκεύη κ.λπ. («ο [[εξοπλισμός]] του εργαστηρίου», «[[εξοπλισμός]] του σκάφους», «[[εξοπλισμός]] ξενοδοχείου», «[[αθλητικός]] [[εξοπλισμός]]» ή «[[εξοπλισμός]] του σταδίου, του γυμναστηρίου» κ.λπ., | |mltxt=ο (AM [[ἐξοπλισμός]]) [[εξοπλίζω]]<br /><b>1.</b> ο [[εφοδιασμός]] με όλα τα αναγκαία όπλα<br /><b>2.</b> ο [[εφοδιασμός]] με τα απαραίτητα εξαρτήματα, σκεύη, εργαλεία, όργανα κ.λπ.<br /><b>3.</b> τα απαραίτητα εξαρτήματα, σκεύη κ.λπ. («ο [[εξοπλισμός]] του εργαστηρίου», «[[εξοπλισμός]] του σκάφους», «[[εξοπλισμός]] ξενοδοχείου», «[[αθλητικός]] [[εξοπλισμός]]» ή «[[εξοπλισμός]] του σταδίου, του γυμναστηρίου» κ.λπ., «ἀγροῦ καὶ οἰκίας [[ἐξοπλισμός]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>οι εξοπλισμοί</i><br />το [[σύνολο]] τών πολεμικών μέσων ενός κράτους. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 20:05, 13 June 2022
Greek Monolingual
ο (AM ἐξοπλισμός) εξοπλίζω
1. ο εφοδιασμός με όλα τα αναγκαία όπλα
2. ο εφοδιασμός με τα απαραίτητα εξαρτήματα, σκεύη, εργαλεία, όργανα κ.λπ.
3. τα απαραίτητα εξαρτήματα, σκεύη κ.λπ. («ο εξοπλισμός του εργαστηρίου», «εξοπλισμός του σκάφους», «εξοπλισμός ξενοδοχείου», «αθλητικός εξοπλισμός» ή «εξοπλισμός του σταδίου, του γυμναστηρίου» κ.λπ., «ἀγροῦ καὶ οἰκίας ἐξοπλισμός»)
νεοελλ.
οι εξοπλισμοί
το σύνολο τών πολεμικών μέσων ενός κράτους.