εφοδιασμός

From LSJ

ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν → we let the sun go down in talk, we let the sun go down in conversation

Source

Greek Monolingual

ο (Α ἐφοδιασμός) εφοδιάζω
παροχή εφοδίων, προμήθεια τών αναγκαίων σε κάποιον
αρχ.
γλωσσ. του επισιτισμός.