νυκτερευτής: Difference between revisions

From LSJ

Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich

Menander, Monostichoi, 426
m (Text replacement - "εῡσαι" to "εῦσαι")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νυκτερευτής]], o (Α) [[νυκτερευω]]<br />αυτός που κυνηγά ή ψαρεύει [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της νύχτας («νυκτερευτὴν δέ... [[μηδείς]]... ἑάσῃ μηδαμοῡ θηρεῦσαι», <b>Πλάτ.</b>).
|mltxt=[[νυκτερευτής]], o (Α) [[νυκτερευω]]<br />αυτός που κυνηγά ή ψαρεύει [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της νύχτας («νυκτερευτὴν δέ... [[μηδείς]]... ἑάσῃ μηδαμοῦ θηρεῦσαι», <b>Πλάτ.</b>).
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''νυκτερευτής:''' οῦ ὁ ночной охотник или рыболов Plat.
|elrutext='''νυκτερευτής:''' οῦ ὁ ночной охотник или рыболов Plat.
}}
}}

Revision as of 20:08, 13 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυκτερευτής Medium diacritics: νυκτερευτής Low diacritics: νυκτερευτής Capitals: ΝΥΚΤΕΡΕΥΤΗΣ
Transliteration A: nyktereutḗs Transliteration B: nyktereutēs Transliteration C: nyktereftis Beta Code: nuktereuth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, A one who hunts or fishes by night, Pl.Lg.824.

Greek (Liddell-Scott)

νυκτερευτής: -οῦ, ὁ, ὁ θηρεύων ἢ ἁλιεύων ἐν καιρῷ νυκτός, Πλάτ. Νόμ. 824B.

Greek Monolingual

νυκτερευτής, o (Α) νυκτερευω
αυτός που κυνηγά ή ψαρεύει κατά τη διάρκεια της νύχτας («νυκτερευτὴν δέ... μηδείς... ἑάσῃ μηδαμοῦ θηρεῦσαι», Πλάτ.).

Russian (Dvoretsky)

νυκτερευτής: οῦ ὁ ночной охотник или рыболов Plat.