νοοποιός: Difference between revisions

From LSJ

Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr

Menander, Monostichoi, 323
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νοοποιός]], -όν (Α)<br />αυτός που δημιουργεί νου ή αυτός που παρέχει νου («τῆς τοιαύτης δυνάμεως τῆς νοοποιοῡ», Πλωτ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νόος]] / [[νοῦς]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]]].
|mltxt=[[νοοποιός]], -όν (Α)<br />αυτός που δημιουργεί νου ή αυτός που παρέχει νου («τῆς τοιαύτης δυνάμεως τῆς νοοποιοῦ», Πλωτ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νόος]] / [[νοῦς]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]]].
}}
}}

Revision as of 20:10, 13 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νοοποιός Medium diacritics: νοοποιός Low diacritics: νοοποιός Capitals: ΝΟΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: noopoiós Transliteration B: noopoios Transliteration C: noopoios Beta Code: noopoio/s

English (LSJ)

όν, A creating Intelligence, δύναμις Plot.6.8.18, cf. Procl.in Ti.1.311 D., in Prm.p.543 S., Dam.Pr.90.

Greek (Liddell-Scott)

νοοποιός: -όν, ὁ ποιῶν νοῦν, παρέχων νοῦν, δύναμις Πλωτῖνος 753C.

Greek Monolingual

νοοποιός, -όν (Α)
αυτός που δημιουργεί νου ή αυτός που παρέχει νου («τῆς τοιαύτης δυνάμεως τῆς νοοποιοῦ», Πλωτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόος / νοῦς + -ποιός].