υπερφαής: Difference between revisions

From LSJ

σοφόν τοι τὸ σαφές, οὐ τὸ μὴ σαφές → wisdom lies in clarity, not in obscurity | wisdom is shown in clarity, not in obscurity

Source
(43)
 
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, ΜΑ<br />[[πάρα]] πολύ [[φωτεινός]], [[υπέρλαμπρος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[λαμπρός]] και [[διαφανής]] («τῆς ὑπερφαοῡς ἐκείνης φωτοφανείας», Ανδρ. Κρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φαής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φάος]], <i>φῶς</i>), <b>πρβλ.</b> <i>περι</i>-<i>φαής</i>].
|mltxt=-ές, ΜΑ<br />[[πάρα]] πολύ [[φωτεινός]], [[υπέρλαμπρος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[λαμπρός]] και [[διαφανής]] («τῆς ὑπερφαοῦς ἐκείνης φωτοφανείας», Ανδρ. Κρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φαής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φάος]], <i>φῶς</i>), <b>πρβλ.</b> <i>περι</i>-<i>φαής</i>].
}}
}}

Revision as of 20:30, 13 June 2022

Greek Monolingual

-ές, ΜΑ
πάρα πολύ φωτεινός, υπέρλαμπρος
μσν.
λαμπρός και διαφανής («τῆς ὑπερφαοῦς ἐκείνης φωτοφανείας», Ανδρ. Κρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -φαής (< φάος, φῶς), πρβλ. περι-φαής].