υπέρλαμπρος
From LSJ
Ῥᾳθυμίας περίφευγε (γὰρ φεῦγε) καὶ κακοὺς φίλους → Malos amicos et levitatem omnem fuge → Die schlechten Freunde meide und Vergnügungssucht
Greek Monolingual
-η, -ο / ὑπέρλαμπρος, -ον, ΝΜΑ
πάρα πολύ λαμπρός, λαμπρότατος («ὑπερλάμπροις ἀκτῖσιν», Αριστοφ.)
αρχ.
1. πολύ μεγαλοπρεπής, μεγαλοπρεπέστατος
2. (κυρίως ως τιμητικός τίτλος) πολύ διακεκριμένος («ὑπέρλαμπρος καὶ ἐξοχώτατος», επιγρ.)
3. (για ήχο) πολύ καθαρός, ευκρινής
4. (το ουδ. ως επίρρ.) ὑπέρλαμπρον
με μεγάλη ηχητική καθαρότητα.