ἀνθρωποφανής: Difference between revisions

From LSJ

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
(4)
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
Line 9: Line 9:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνθρωποφανής]] (-οῡς), -ές (Μ)<br />αυτός που έχει ανθρώπινη [[εμφάνιση]].
|mltxt=[[ἀνθρωποφανής]] (-οῦς), -ές (Μ)<br />αυτός που έχει ανθρώπινη [[εμφάνιση]].
}}
}}

Latest revision as of 20:35, 13 June 2022

German (Pape)

[Seite 235] ές, als Mensch erscheinend, Menschen ähnlich, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθρωποφᾰνής: -ές, (φαίνομαι) ὁ φαινόμενος ὡς ἄνθρωπος, Φιλοστοργ. 497Β.

Spanish (DGE)

-ές que tiene apariencia humana Philost.HE 3.11.

Greek Monolingual

ἀνθρωποφανής (-οῦς), -ές (Μ)
αυτός που έχει ανθρώπινη εμφάνιση.