χαλκεύω: Difference between revisions

m
Text replacement - "οῡ" to "οῦ"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[\[(\w+)\]\]\]" to "($1)")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ [[χαλκεύς]]<br /><b>1.</b> <b>(μτβ.)</b> [[κατασκευάζω]] [[κάτι]] από χαλκό<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[είμαι]] [[χαλκεύς]], [[κατεργάζομαι]] τον χαλκό<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> α) [[πλάθω]], [[δημιουργώ]] («τον παρέπεμψαν με χαλκευμένες κατηγορίες»)<br />β) [[μηχανορραφώ]], [[μηχανώμαι]] («χάλκευσαν έναν σωρό συκοφαντίες»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>χαλκεύομαι</i><br /><b>μτφ.</b> [[κατασκευάζω]], [[παρασκευάζω]] (α. «χαλκεύεσθαι τὸν θάνατον», <b>Φώτ.</b><br />β. «ἀψευδεῖ δὲ πρὸς ἄκμονι χάλκευε γλῶσσαν», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατασκευάζω]] [[κάτι]] από [[μέταλλο]] (α. «τοῡθ' ἐχάλκευσεν [[ξίφος]]», <b>Σοφ.</b><br />β. «ἐξ [[ἀδάμαντος]] ἠὲ σιδήρου κεχάλκευται», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> (ειδικά) [[κατασκευάζω]] [[κάτι]] από [[μέταλλο]] για κάποιον<br /><b>3.</b> (το απρμφ. ενεστ. με αρθρ. ως ουσ.) <i>τὸ χαλκεύειν</i><br />η [[τέχνη]] ή το [[έργο]] του χαλκουργού («διὰ τὴν τοῦ χαλκεύειν ἀμάθιαν», <b>Ξεν.</b>).
|mltxt=ΝΜΑ [[χαλκεύς]]<br /><b>1.</b> <b>(μτβ.)</b> [[κατασκευάζω]] [[κάτι]] από χαλκό<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[είμαι]] [[χαλκεύς]], [[κατεργάζομαι]] τον χαλκό<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> α) [[πλάθω]], [[δημιουργώ]] («τον παρέπεμψαν με χαλκευμένες κατηγορίες»)<br />β) [[μηχανορραφώ]], [[μηχανώμαι]] («χάλκευσαν έναν σωρό συκοφαντίες»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>χαλκεύομαι</i><br /><b>μτφ.</b> [[κατασκευάζω]], [[παρασκευάζω]] (α. «χαλκεύεσθαι τὸν θάνατον», <b>Φώτ.</b><br />β. «ἀψευδεῖ δὲ πρὸς ἄκμονι χάλκευε γλῶσσαν», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατασκευάζω]] [[κάτι]] από [[μέταλλο]] (α. «τοῦθ' ἐχάλκευσεν [[ξίφος]]», <b>Σοφ.</b><br />β. «ἐξ [[ἀδάμαντος]] ἠὲ σιδήρου κεχάλκευται», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> (ειδικά) [[κατασκευάζω]] [[κάτι]] από [[μέταλλο]] για κάποιον<br /><b>3.</b> (το απρμφ. ενεστ. με αρθρ. ως ουσ.) <i>τὸ χαλκεύειν</i><br />η [[τέχνη]] ή το [[έργο]] του χαλκουργού («διὰ τὴν τοῦ χαλκεύειν ἀμάθιαν», <b>Ξεν.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm