ἐκπόρευσις: Difference between revisions

From LSJ

Βουλῆς γὰρ ὀρθῆς οὐδὲν ἀσφαλέστερον → Nam tutior res nulla consilio bono → Denn nichts führt weniger irre als ein guter Rat

Menander, Monostichoi, 68
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 7: Line 7:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκπόρευσις''': ἡ, τὸ ἐκπορεύεσθαι, ἐπὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, Καισάρ. 861, Γρηγ. Ναζ. ΙΙ. 141Β, Ἀμφιλ. 112C, Δίδ. Ἀλ. 761Α, 796Β.
|lstext='''ἐκπόρευσις''': ἡ, τὸ ἐκπορεύεσθαι, ἐπὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, Καισάρ. 861, Γρηγ. Ναζ. ΙΙ. 141Β, Ἀμφιλ. 112C, Δίδ. Ἀλ. 761Α, 796Β.
}}
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἐκπόρευσις]])<br />εκπήγαση, [[προέλευση]].
}}
}}

Revision as of 06:46, 4 August 2022

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 salida, evacuación, excreción τῆς εἰσπορεύσεως τῶν βρωμάτων, καὶ τῆς ἐκπορεύσεως Cyr.Al. en Leont.Byz.M.86.1260D.
2 crist. en las teorías sobre la Trinidad emanación dicho del Espíritu Santo, procesión op. γέννησις ἡ ἀπὸ τοῦ θεοῦ ... ἐ. τοῦ πνεύματος αὐτοῦ Didym.M.39.976B, cf. Trin.2.2.22, Gr.Naz.M.36.141B, Ath.Al.M.28.1209A, Gr.Nyss.M.44.1340D, Cyr.Al.M.70.1276B, Ps.Caes.3.35.

German (Pape)

[Seite 776] ἡ, das Aus-, Weggehen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκπόρευσις: ἡ, τὸ ἐκπορεύεσθαι, ἐπὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, Καισάρ. 861, Γρηγ. Ναζ. ΙΙ. 141Β, Ἀμφιλ. 112C, Δίδ. Ἀλ. 761Α, 796Β.

Greek Monolingual

η (AM ἐκπόρευσις)
εκπήγαση, προέλευση.