διάστατος: Difference between revisions

From LSJ

ἑὰν δὲ προσποιούμενος ᾗ τὰ μαθήματά πως ἀπείρως προβάλλων, οὐκ ἔστιν αἰτίας ἔξω → But should one profess knowledge as he puts forward something in an inexperienced way, he is not without blame (Pappus 3.1.30.31f.)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+):" to "$1 $2:")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $3")
Line 9: Line 9:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''διάστᾰτος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[протяженный]]: [[τριχῆ]] δ. Plut., Diog. L. имеющий три измерения;<br /><b class="num">2)</b> охваченный раздором (τὴν πόλιν διάστατον ποιεῖν Men.).
|elrutext='''διάστᾰτος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[протяженный]]: [[τριχῆ]] δ. Plut., Diog. L. имеющий три измерения;<br /><b class="num">2)</b> [[охваченный раздором]] (τὴν πόλιν διάστατον ποιεῖν Men.).
}}
}}

Revision as of 19:10, 19 August 2022

Greek (Liddell-Scott)

διάστᾰτος: -όν, διεστώς, διηρημένος, τὴν πόλιν βοῶν ποιείτω διάστατον Μένανδ. Χήρ. 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
distendu ; étendu dans l’espace.
Étymologie: διΐστημι.

Greek Monolingual

διάστατος, -ον (Α)
φρ. «πόλιν διάστατον» — πόλη της οποίας οι πολίτες βρίσκονται σε διάσταση, διχόνοια.

Russian (Dvoretsky)

διάστᾰτος:
1) протяженный: τριχῆ δ. Plut., Diog. L. имеющий три измерения;
2) охваченный раздором (τὴν πόλιν διάστατον ποιεῖν Men.).