συνηρέτης: Difference between revisions

From LSJ

συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)

Menander, Monostichoi, 440
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=syniretis
|Transliteration C=syniretis
|Beta Code=sunhre/ths
|Beta Code=sunhre/ths
|Definition=ου, ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> = [[σύμφωνος]], [[colleague]], Phot.</span>
|Definition=ου, ὁ, = [[σύμφωνος]], [[colleague]], Phot.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και αττ. τ. ξυνηρέτης, ὁ, Α<br />([[κατά]] τον <b>Φώτ.</b>) «[[σύμφωνος]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ηρέτης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἐρέτης]] «[[κωπηλάτης]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ὑπ</i>-<i>ηρέτης</i>. Το -<i>η</i>- του τ. οφείλεται σε [[έκταση]] λόγω συνθέσεως].
|mltxt=και αττ. τ. ξυνηρέτης, ὁ, Α<br />([[κατά]] τον <b>Φώτ.</b>) «[[σύμφωνος]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ηρέτης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἐρέτης]] «[[κωπηλάτης]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ὑπ</i>-<i>ηρέτης</i>. Το -<i>η</i>- του τ. οφείλεται σε [[έκταση]] λόγω συνθέσεως].
}}
}}

Revision as of 19:02, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνηρέτης Medium diacritics: συνηρέτης Low diacritics: συνηρέτης Capitals: ΣΥΝΗΡΕΤΗΣ
Transliteration A: synērétēs Transliteration B: synēretēs Transliteration C: syniretis Beta Code: sunhre/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, = σύμφωνος, colleague, Phot.

Greek Monolingual

και αττ. τ. ξυνηρέτης, ὁ, Α
(κατά τον Φώτ.) «σύμφωνος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -ηρέτης (< ἐρέτης «κωπηλάτης»), πρβλ. ὑπ-ηρέτης. Το -η- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].