ενδογενής: Difference between revisions

From LSJ

ἐνίοτε οἱ οἰκέται εἰς τὴν θάλασσαν ἐλαύνουσιν αὐτούς → sometimes the slaves ride them into the sea

Source
(11)
 
m (Text replacement - "εῑον" to "εῖον")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[ἐνδογενής]], -ές)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που παράγεται [[μέσα]] στον οργανισμό ή από κάποια εσωτερική [[αιτία]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ενδογενείς δυνάμεις ή παράγοντες» — γεωλογικές δυνάμεις που προέρχονται από το εσωτερικό της γης (σεισμοί, [[μαγματισμός]], θερμές πηγές <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ενδογενές [[πέτρωμα]]» — [[πέτρωμα]] του οποίου η ύλη προέρχεται από τα [[βάθη]] του γήινου φλοιού<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τα ενδογενή</i><br />α) ουσίες που προέρχονται από τον ίδιο τον οργανισμό, από τη [[λειτουργία]] τών ιστών και τη [[φθορά]] τους<br />β) τα όργανα ή ανατομικά στοιχεία του φυτού, τα οποία γεννώνται από κύτταρα που βρίσκονται στο [[βάθος]] τών ιστών<br /><b>αρχ.</b><br />(για δούλο) αυτός που γεννήθηκε στο [[σπίτι]] («[[σώμα]] γυναικεῑον, ᾇ [[ὄνομα]] Νικοστράτα ἐνδογενῆ»).
|mltxt=-ές (Α [[ἐνδογενής]], -ές)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που παράγεται [[μέσα]] στον οργανισμό ή από κάποια εσωτερική [[αιτία]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ενδογενείς δυνάμεις ή παράγοντες» — γεωλογικές δυνάμεις που προέρχονται από το εσωτερικό της γης (σεισμοί, [[μαγματισμός]], θερμές πηγές <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ενδογενές [[πέτρωμα]]» — [[πέτρωμα]] του οποίου η ύλη προέρχεται από τα [[βάθη]] του γήινου φλοιού<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τα ενδογενή</i><br />α) ουσίες που προέρχονται από τον ίδιο τον οργανισμό, από τη [[λειτουργία]] τών ιστών και τη [[φθορά]] τους<br />β) τα όργανα ή ανατομικά στοιχεία του φυτού, τα οποία γεννώνται από κύτταρα που βρίσκονται στο [[βάθος]] τών ιστών<br /><b>αρχ.</b><br />(για δούλο) αυτός που γεννήθηκε στο [[σπίτι]] («[[σώμα]] γυναικεῖον, ᾇ [[ὄνομα]] Νικοστράτα ἐνδογενῆ»).
}}
}}

Latest revision as of 10:21, 24 August 2022

Greek Monolingual

-ές (Α ἐνδογενής, -ές)
νεοελλ.
1. αυτός που παράγεται μέσα στον οργανισμό ή από κάποια εσωτερική αιτία
2. φρ. «ενδογενείς δυνάμεις ή παράγοντες» — γεωλογικές δυνάμεις που προέρχονται από το εσωτερικό της γης (σεισμοί, μαγματισμός, θερμές πηγές κ.λπ.)
3. φρ. «ενδογενές πέτρωμα» — πέτρωμα του οποίου η ύλη προέρχεται από τα βάθη του γήινου φλοιού
4. το ουδ. ως ουσ. τα ενδογενή
α) ουσίες που προέρχονται από τον ίδιο τον οργανισμό, από τη λειτουργία τών ιστών και τη φθορά τους
β) τα όργανα ή ανατομικά στοιχεία του φυτού, τα οποία γεννώνται από κύτταρα που βρίσκονται στο βάθος τών ιστών
αρχ.
(για δούλο) αυτός που γεννήθηκε στο σπίτισώμα γυναικεῖον, ᾇ ὄνομα Νικοστράτα ἐνδογενῆ»).