μηλοβότας: Difference between revisions

From LSJ

αὐτάρκης ἔσῃ, ἂν μάθῃς τί τὸ καλὸν κἀγαθόν ἐστι → you will be contented with your lot if you learn what the honourable and good is

Source
(3)
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
Line 1: Line 1:


{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>μηλοβότας</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[shepherd]] μισθὸς γὰρ ἄλλοις [[ἄλλος]] ἐπ' ἔργμασιν ἀνθρώποις [[γλυκύς]], μηλοβότᾳ τ ἀρότᾳ τ ὀρνιχολόχῳ (I. 1.48)
|sltr=<b>μηλοβότας</b> [[shepherd]] μισθὸς γὰρ ἄλλοις [[ἄλλος]] ἐπ' ἔργμασιν ἀνθρώποις [[γλυκύς]], μηλοβότᾳ τ ἀρότᾳ τ ὀρνιχολόχῳ (I. 1.48)
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''μηλοβότᾱς:''' ου ὁ дор. = [[μηλοβότης]].
|elrutext='''μηλοβότᾱς:''' ου ὁ дор. = [[μηλοβότης]].
}}
}}

Revision as of 11:40, 3 September 2022

English (Slater)

μηλοβότας shepherd μισθὸς γὰρ ἄλλοις ἄλλος ἐπ' ἔργμασιν ἀνθρώποις γλυκύς, μηλοβότᾳ τ ἀρότᾳ τ ὀρνιχολόχῳ (I. 1.48)

Russian (Dvoretsky)

μηλοβότᾱς: ου ὁ дор. = μηλοβότης.