ζωγρείον: Difference between revisions

From LSJ

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source
m (Text replacement - "εῑον" to "εῖον")
m (Text replacement - "εῑα" to "εῖα")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ζωγρεῖον και διαφ. γρ. [[ζώγριον]], τὸ (Α) [[ζωγρώ]]·1. [[τόπος]] όπου φυλάσσονται άγρια ζώα, [[θηριοτροφείο]]<br /><b>2.</b> [[κλουβί]]<br /><b>3.</b> [[παγίδα]]<br /><b>4.</b> [[ιχθυοτροφείο]]<br /><b>5.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ ζωγρεῑα</i><br />τα [[ζωάγρια]].
|mltxt=ζωγρεῖον και διαφ. γρ. [[ζώγριον]], τὸ (Α) [[ζωγρώ]]·1. [[τόπος]] όπου φυλάσσονται άγρια ζώα, [[θηριοτροφείο]]<br /><b>2.</b> [[κλουβί]]<br /><b>3.</b> [[παγίδα]]<br /><b>4.</b> [[ιχθυοτροφείο]]<br /><b>5.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ ζωγρεῖα</i><br />τα [[ζωάγρια]].
}}
}}

Latest revision as of 15:10, 27 September 2022

Greek Monolingual

ζωγρεῖον και διαφ. γρ. ζώγριον, τὸ (Α) ζωγρώ·1. τόπος όπου φυλάσσονται άγρια ζώα, θηριοτροφείο
2. κλουβί
3. παγίδα
4. ιχθυοτροφείο
5. στον πληθ. τὰ ζωγρεῖα
τα ζωάγρια.