παγίδα

From LSJ

ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valoreven at the risk of death

Source

Greek Monolingual

η (ΑΜ παγίς, -ίδος)
1. όργανο ή ειδική κατασκευή που χρησιμεύει για την εξαπάτηση και τη σύλληψη θηράματος ή την εξόντωση βλαβερού ζώου
2. μτφ. μέσο ή πράξη που με δόλο επιδιώκει την εξαπάτηση κάποιου
νεοελλ.
1. στρ. τέχνασμα που χρησιμοποιούν οι εμπόλεμοι για να εξαπατήσουν και να αιφνιδιάσουν τους αντιπάλους
2. φυσ. θέση στο εσωτερικό ενός στερεού, συνήθως ημιαγωγού, η οποία εμποδίζει την κίνηση τών φορέων του ηλεκτρικού ρεύματος, θέση στην οποία μπορεί να βρίσκεται μία πρόσμιξη ή μία αταξία στη δομή του υλικού
3. φρ. α) «παγίδα ατμού»
τεχνολ. απαραίτητο εξάρτημα σωληνώσεων ατμού, όπου ο υγροποιημένος ατμός απορρίπτεται αυτόματα χωρίς να επιτρέπεται η διαφυγή του σε ξηρή κατάσταση
β) «παγίδα ιόντων»
φυσ. διάταξη η οποία εκτρέπει τα ιόντα που σχηματίζονται στους καθοδικούς παλμογράφους και προστατεύει έτσι τη φθορίζουσα οθόνη από την ταχεία φθορά ή την καταστροφή τους
μσν.
η πλευρά του σκελετού τών ανθρώπων ή τών ζώων, παΐδι
αρχ.
1. η άγκυρα, επειδή συγκρατεί το πλοίο
2. φρ. «δουρατέα παγίς» — ο δούρειος ίππος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάγη + επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. θρυαλλίς)].

Translations

trap

Albanian: kurth; Arabic: فَخّ‎, مِصْيَدَة‎; Egyptian Arabic: فخ‎; Armenian: թակարդ, ծուղակ, որոգայթ; Assamese: ফান্দ; Azerbaijani: tələ, duzaq; Bashkir: тоҙаҡ; Belarusian: пастка; Bulgarian: капан, клопка, примка; Catalan: parany, trampa; Cebuano: lit-ag; Chinese Mandarin: 陷阱, 圈套; Czech: past, léčka; Danish: fælde; Dutch: val; Esperanto: kaptilo; Estonian: püünis, lõks; Finnish: ansa, loukku, sadin; French: piège, collet; Galician: trampa, trapela, ichó, panterlo; Georgian: ხაფანგი, მახე; German: Falle; Greek: παγίδα, δόκανο; Ancient Greek: παγίς; Hebrew: מַלכּוֹדֶת‎; Higaonon: lit-ag; Hungarian: csapda, kelepce; Italian: trappola, tranello; Japanese: 罠; Kazakh: қақпан, тұзақ; Khmer: អន្ទាក់; Kikuyu: mũtego class 3, gĩterenge class Korean: 덫, 올가미, 함정(陷穽)(檻穽); Kurdish Central Kurdish: تەڵە‎; Kyrgyz: капкан; Lao: ຂາ, ກັບ, ກະຕໍ່າ, ຄືນ; Latin: tenus; Latvian: lamatas, slazds, murds; Lithuanian: spąstai, pinklės; Luhya: kumutego; Lü: ᦟᦸᧄ, ᦷᦢᧂᧉᦢᦱᧆ; Macedonian: стапица, клопка; Malay: jerat; Malayalam: കെണി; Maori: tārore; Meru: mutego; Mongolian Cyrillic: урхи, хавх; Navajo: beeʼódleehí; Norwegian Bokmål: felle; Old English: fealle; Persian: تله‎, نژنک‎, دام‎; Polish: pułapka, potrzask, zapadnia, matnia; Portuguese: armadilha, arapuca; Russian: ловушка, западня, капкан, силок; Scottish Gaelic: ribe; Serbo-Croatian Cyrillic: за̑мка; Roman: zȃmka; Slovak: pasca; Slovene: past, zanka; Spanish: trampa, cepo; Swahili: mtego; Swedish: fälla; Tagalog: bitag; Tajik: қапқон, дом; Tatar: тозак; Thai: กับ, กับดัก; Tibetan: རྙི; Turkish: tuzak, kapan; Turkmen: duzak; Ukrainian: пастка, хапка; Uyghur: قاپقان‎, توزاق‎; Uzbek: qopqon, tuzoq; Vietnamese: bẫy; Welsh: trap, magl; Yup'ik: kapkaanaq

snare

Albanian: lak; Arabic: شَرَكٌ‎, مِصْيَدَةٌ‎; Egyptian Arabic: فخ‎; Armenian: թակարդ, ծուղակ, որոգայթ; Aromanian: alats, alatsu; Bashkir: тоҙаҡ; Bulgarian: капан, примка; Catalan: llaç; Chinese Mandarin: 陷阱, 圈套; Czech: oko, léčka, nástraha; Dutch: strop, val, klem; Finnish: ansalanka; French: collet, piège; Galician: ichó; Georgian: ხაფანგი; German: Schlinge, Falle; Gothic: 𐍅𐍂𐌿𐌲𐌲𐍉; Ancient Greek: παγίς, βρόχος; Hebrew: פַּח‎; Hungarian: csapda, kelepce; Irish: dol, gaiste, súil ribe; Italian: laccio, trappola, tagliola; Japanese: 罠; Kurdish Central Kurdish: داو‎; Kyrgyz: тузак; Latin: laqueus, transenna, tenus; Lü: ᦟᦸᧄ, ᦷᦢᧂᧉᦢᦱᧆ; Malayalam: കെണി; Maori: tāhei, rore, toromāhanga, taeke; Middle English: snare; Navajo: beeʼódleehí; Occitan: trapèla, laç, sedon, bagada, tenda, tendèla; Old English: grin; Persian: دام‎, پهند‎, لاتو‎; Polish: sidła, pułapka fm, sidło; Portuguese: laço; Romanian: cursă, laț, capcană; Russian: силок, ловушка, западня; Sardinian: latu, lantu, latzu, lassu; Scottish Gaelic: ribe; Spanish: lazo; Swedish: snara; Walloon: bricole, laesse; Welsh: magl; Western Bukidnon Manobo: litag