ζωγρείον

From LSJ

οἱ τότε ἤρχοντο εἰς τὴν νῆσον → they were then coming to the island

Source

Greek Monolingual

ζωγρεῖον και διαφ. γρ. ζώγριον, τὸ (Α) ζωγρώ·1. τόπος όπου φυλάσσονται άγρια ζώα, θηριοτροφείο
2. κλουβί
3. παγίδα
4. ιχθυοτροφείο
5. στον πληθ. τὰ ζωγρεῖα
τα ζωάγρια.